στηρίξεις

στηρίξεις
στήριξις
fixed position
fem nom/voc pl (attic epic)
στήριξις
fixed position
fem nom/acc pl (attic)
στηρίζω
make fast
aor subj act 2nd sg (epic doric)
στηρίζω
make fast
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στήριξη — η / στήριξις, ίξεως, ΝΑ [στηρίζω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στηρίζω, το να στηρίζεται κάτι και να γίνεται σταθερό, στερέωση, εδραίωση, σταθεροποίηση 2. μτφ. α) θεμελίωση β) παροχή βοήθειας, προστασία υποστήριξη αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”